Γράφει ο Γιώργος Πετράκης, Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο: Το ποινικό αδίκημα της υφαίρεσης

          Το ποινικό αδίκημα της υφαίρεσης ( άρθρο 378 του Ποινικού Κώδικα )

Ad - Διαφήμιση

Γράφει ο Γιώργος Πετράκης                                                                                                  Δικηγόρος στον Άρειο Πάγο

Η υφαίρεση είναι κλοπή ή υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών ή μεταξύ συγκεκριμένης σχέσης και νομικής θέσης ανθρώπων . Συγκεκριμένα το άρθρο 378 ΠΚ ορίζει ότι «Κλοπή ή υπεξαίρεση που έγινε: α) μεταξύ συγγενών και αγχιστέων σε ευθεία γραμμή, θετών γονέων και θετών τέκνων, συζύγων και μνηστευμένων, αδελφών καθώς και των συζύγων και των μνηστήρων τους β) από σύζυγο στην περιουσία που άφησε ο σύζυγός του γ) εναντίον επιτρόπου ή επιμελητή του υπαιτίου, καθώς επίσης και σε βάρος προσώπου με το οποίο ο υπαίτιος ή συμμέτοχος διατελεί σε σχέση εξάρτησης ή ζει στο ίδιο σπίτι, διώκεται μόνο ύστερα από έγκληση».

Το άρθρο αυτό έχει τεθεί προς το σκοπό προστασίας της οικογένειας και της οικιακής ειρήνηςκαι ειδικότερα, αποτροπής της αυτεπάγγελτης επέμβασης της πολιτείας στις οικογενειακές σχέσεις, επέμβαση που μπορεί να είναι όχι μόνο βλαπτική αλλά και άσκοπη, στο μέτρο που οι εν λόγω περιπτώσεις αποτελούν ουσιαστικά κατάχρηση της κοινότητας του βίου σχετικά με τη χρήση και την ανάλωση της περιουσίας, οπότε μόνον τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα μπορούν να κρίνουν τόσο το εναρκτήριο σημείο της κατάχρησης όσο και τη δυνατότητα ανοχής αυτής.

Το άρθρο 378 ΠΚ αποτελεί συμπληρωματικό κυρωτικό ποινικό κανόνα που μετατρέπει τα αντίστοιχα εγκλήματα της κλοπής (372, 374 ΠΚ) και της υπεξαίρεσης (375 ΠΚ) σε μη γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα, εφόσον συντρέχουν στο πρόσωπο του δράστη οι τυποποιημένες στο νόμο ιδιότητες, χωρίς να μεταβάλλει κατά τα λοιπά τους σχετικούς κυρωτικούς ποινικούς κανόνες,  που σημαίνει ότι οι τυποποιημένες στο εν λόγω άρθρο ιδιότητες που πρέπει να έχει ο δράστης για να υπαχθεί στην περί ης ο λόγος ρύθμιση αποτελούν μεν στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του αντίστοιχου εγκλήματος της κλοπής ή της υπεξαίρεσης, κατά τα λοιπά όμως θα πρέπει να συντρέχουν τα αντικειμενικά και υποκειμενικά στοιχεία που απαιτούνται για τη στοιχειοθέτηση των εγκλημάτων της κλοπής ή της υπεξαίρεσης.  

         Η σχέση που θεμελιώνει το προνόμιο πρέπει να υφίσταται κατά το χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης. Αν κατά το χρόνο αυτό η σχέση λείπει, η πράξη διώκεται αυτεπαγγέλτως, έστω και αν είχε υπάρξει στο παρελθόν . Αλλά και αντίστροφα, επιγενόμενη κατάλυση της σχέσης δεν επηρεάζει την κατ’ έγκληση δίωξη. Περαιτέρω, η ύπαρξη συγγένειας προϋποθέτει ότι οι συγγενείς βρίσκονται εν ζωή. Μετά το θάνατο του συγγενούς, η σχέση παύει να υφίσταται. Έτσι, για την ύπαρξη δεσμού αγχιστείας, θα πρέπει το συνδέον πρόσωπο να βρίσκεται στη ζωή κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης. Συνεπώς, θα πρέπει εδώ ο γάμος που δημιουργεί τη συγγένεια να μην έχει λυθεί (έστω και με θάνατο), κατ’ απόκλιση από τον κανόνα του αστικού δικαίου, σύμφωνα με τον οποίο η αγχιστεία διατηρείται και μετά τη λύση του γάμου. Η μνηστεία πρέπει, ομοίως, να υφίσταται κατά το χρόνο της πράξης. Αν η πράξη τελεστεί μετά τη λύση της μνηστείας, στοιχειοθετείται το βασικό έγκλημα . Ωστόσο, η διάσταση των συζύγων δεν αίρει το προνόμιο, αφού ο γάμος εξακολουθεί να υπάρχει. Επίσης, έχει κριθεί ότι η απλή ερωτική σχέση χωρίς συμβίωση δε θεμελιώνει τη σχέση που προϋποθέτει η υφαίρεση και, έτσι, δε χωρεί εφαρμογή του προνομίου της κατ’ έγκληση δίωξης.

   Το κατοχυρούμενο στην ως άνω διάταξη προνόμιο συνίσταται μόνο στην κατ’ έγκληση δίωξη. Αν αυτή υποβληθεί, επιβάλλεται η προβλεπόμενη από το οικείο έγκλημα ποινή. Του νόμου μη διακρίνοντος, έγκληση απαιτείται σε κάθε περίπτωση κλοπής ή υπεξαίρεσης, όταν συντρέχουν οι όροι του άρθρου 378 ΠΚ, και μάλιστα όχι μόνο όταν το αντικείμενό τους είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, αλλά ακόμη και επί κακουργηματικής κλοπής ή υπεξαίρεσης . Πάντως, υφαίρεση δε δύναται να συνιστά η ληστεία ή η ληστρική κλοπή, καθότι στα εν λόγω εγκλήματα το στοιχείο της παράνομης βίας δεν επιτρέπει να εξαρτηθεί η δίωξη της πράξης από την προαίρεση των μελών της οικογενείας.

Το  άρθρο 378 ΠΚ προνόμιο υφίσταται μόνο υπέρ του αυτουργού και όχι υπέρ του συμμετόχου, εξαιρουμένης της περίπτωσης γ΄, όπου ο συμμέτοχος αναφέρεται ρητά .Σε περίπτωση που ο κύριος διαφέρει από τον κάτοχο, η πράξη διώκεται κατ’ έγκληση, μόνο όταν η προνομιακή σχέση υφίσταται έναντι αμφοτέρων, διότι προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι τόσο η κυριότητα όσο και η κατοχή.