ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΠΕ-ΟΜΙΛΙΑ ΣΠΥΡΟΥ ΤΖΟΚΑ

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΕΝΠΕ- ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2018- ΙΩΑΝΝΙΝΑ

Ad - Διαφήμιση

ΟΜΙΛΙΑ ΣΠΥΡΟΥ ΤΖΟΚΑ

    Το Συνέδριο της ΕΝΠΕ είναι το τελευταίο της αυτοδιοικητικής αυτής περιόδου και τα συμπεράσματα, δυστυχώς, δεν αλλάζουν από τις προηγούμενες περιόδους. Η αυτοδιοίκηση συνεχίζει να παραμένει όμηρος των κυβερνήσεων, οι οποίες  επιχειρούν, αφενός,  να την χρησιμοποιήσουν ως ιμάντα μεταφοράς των αντιλαϊκών εκείνων πολιτικών που παράγονται στο εργαστήρι των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών και, αφετέρου, ως «αυτοφωράκια» του συστήματος, ώστε να ξεπλένεται, μέσω της ποινικοποίησης των αυτοδιοικητικών κάθε αβελτηρία του κεντρικού κράτους και να παρακάμπτονται, έτσι, τεχνηέντως οι ευθύνες. Με την πολιτική αυτή προωθούν  τη χειραγώγηση του λαού κάτω από την κυρίαρχη πολιτική.

Το έργο αυτό των κυβερνήσεων διευκολύνουν η ανοχή ή τη συνενοχή της πλειονότητας των αιρετών, που υποτάσσεται στους μικροκομματικούς υπολογισμούς, στον οικονομισμό και στην ξερή διαχείριση σε αντίθεση με τις ένδοξες στιγμές της μαχόμενης και αντιστασιακής αυτοδιοίκησης της δρακογενιάς των Δημάρχων της Μεταπολίτευσης.

Έτσι, λοιπόν, με συνέπεια και μεθοδικότητα προωθείται ένα άγριο νεοφιλελεύθερο σχέδιο κατάλυσης της Αυτοδιοίκησης, ως αυτόνομου διακριτού πόλου του δημόσιου χώρου και μετατροπή της σε διοικητικό μηχανισμό του κράτους, με περιορισμένες αρμοδιότητες. Πλέον ο κίνδυνος δεν είναι αυτός της «καχεκτικής» Αυτοδιοίκησης, αλλά της «κλινικά νεκρής» Αυτοδιοίκησης.

Καχεκτικής αυτοδιοίκησης, επειδή οι πολιτικές πραγματικότητες που εδραιώθηκαν  στην Ελλάδα της «μνημονιακής» περιόδου επέφεραν μια ακόμη οξύτερη επιδείνωση και πολιτικοθεσμική υποβάθμιση της αυτοδιοίκησης, καθώς η Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα δεν ήταν ποτέ ισχυρή, καθώς:

  1. Στην Ελλάδα η αυτοδιοίκηση δεν ήταν ποτέ αυτο-κυβέρνηση, δηλαδή ένα πολιτικό καθεστώς συμμετοχής εντός του οποίου η τοπικότητα απολαμβάνει δικαιώματα πολιτικού αυτοπροσδιορισμού.
  2. Για το ελληνικό πολιτικό σύστημα η αυτοδιοίκηση ήταν απλά “η διοίκηση των τοπικών υποθέσεων” ούτε καν η διαχείρισή τους.
  3. Η τοπική αυτοδιοίκηση λειτούργησε ιστορικά σαν μια μικρογραφία του κράτους και του κεντρικού πολιτικού συστήματος σε τοπικό επίπεδο κι όχι σαν μια διακριτή, πόσω μάλλον εναλλακτική, δομή πολιτικής εξουσίας.

Στην καχεκτική ήδη Αυτοδιοίκηση ο Καποδίστριας κατάφερε ένα ακόμα  χτύπημα. Όχι βέβαια ο κυβερνήτης, αλλά κάτι ανόητοι στα υπουργεία που έδωσαν έτσι χωρίς αιδώ αυτό το όνομα στην υποτιθέμενη μεταρρύθμισή τους. Τα συνηθίζουν αυτά. Έτσι έκαναν και με το δεύτερο χτύπημα. Το θύμα αυτή τη φορά, εκτός από την αυτοδιοίκηση, ήταν και ο Καλλικράτης, ο οποίος μέχρι τότε έχαιρε εκτίμησης. Οι δήμοι και οι κοινότητες εξανεμίσθηκαν. Ο αριθμός 6.128 των δήμων και των κοινοτήτων του 1997 μειώθηκε το 2011, στους 325!!! Η πεμπτουσία της αυτοδιοίκησης, όπως τη ζήσαμε, χάθηκε. Το άμεσο πρόσωπό της σκοτείνιασε. Άμεση δημοκρατία, λαϊκή συμμετοχή και, συνεπώς, λαϊκή εξουσία αποτελούν λέξεις πλέον κενές περιεχομένου. Ενισχύθηκε και σε τοπικό επίπεδο η έννοια της πολιτικής αλλοτρίωσης, η απομάκρυνση και η αποξένωση των πολιτών από την εξουσία. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην επαρχία, όπου ζωντανά χωριά με δραστηριότητα μαράζωσαν.

Κι εκεί που μας χρώσταγαν μας παίρνουν και το βόδι. Ή, διαφορετικά, συμβαίνει αυτό που περιγράφεται στο ανέκδοτο με τον Χότζα. Ενώ η Αυτοδιοίκηση  στενάζει οικονομικά, αφού έχασε τα αυγά και τα πασχάλια τους τα μνημονιακά χρόνια, πάνω από 60%  μειώθηκε η κρατική επιχορήγηση και μαζί και όλα τα άλλα έσοδα, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν  τις περικοπές στους πόρους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Η πρωτόγνωρη χρηματοδοτική της ασφυξία αποτυπώνεται στους μνημονιακούς προϋπολογισμούς, όπου μειώνονται δραματικά οι θεσμοθετημένοι πόροι της αυτοδιοίκησης, στον προϋπολογισμό του 2018, όπου αφαιρούνται 400 εκ. ε. από τους θεσμοθετημένους πόρους των Περιφερειών, καθώς  και στον προϋπολογισμό του 2019 δεν αποδίδονται στην Αυτοδιοίκηση ούτε το 50% των θεσμοθετημένων πόρων. Συγκεκριμένα με βάση τους θεσμοθετημένους από το Ν. 3852/2010 (Πρόγραμμα «Καλλικράτης») πόρους (4,2% επί των συνολικών ετήσιων εισπράξεων του Φόρου Εισοδήματος Φυσικών και Νομικών Προσώπων και 4% επί των συνολικών ετήσιων εισπράξεων του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας»), η χρηματοδότηση των Περιφερειών το 2019 έπρεπε να ανέρχεται σε 1 δισεκατομμύριο 358 εκατομμύρια ευρώ. Αντίθετα, στον προϋπολογισμό είναι εγγεγραμμένα μόλις 665 εκατ. ευρώ, όπερ σημαίνει ότι για ακόμη μια χρονιά οι Περιφέρειες στερούνται πολύτιμων για την κοινωνία πόρων, που προσεγγίζουν τα 700 εκατομμύρια ευρώ, και συνεπώς καλούνται να λειτουργήσουν σε ασφυκτικό δημοσιονομικό πλαίσιο καταβάλλοντας τεράστιες προσπάθειες για να ανταποκριθούν ακόμη και σε στοιχειώδεις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. Η μείωση είναι ακόμη μεγαλύτερη, καθώς στον προϋπολογισμό των Περιφερειών έχει εγγραφεί και η μισθοδοσία των εργαζομένων τους, κάτι που δεν συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια.

Η  χρηματοδοτική αυτή  ασφυξία συνδυάσθηκε με μια λαίλαπα άμεσων και έμμεσων, υλοποιούμενων και επαπειλούμενων, ιδιωτικοποιήσεων, με μεταφορά αρμοδιοτήτων χωρίς τους αντίστοιχους πόρους, με τις απολύσεις, με την απαγόρευση των προσλήψεων,  καθώς και μια σειρά εποπτειών και επιτροπειών που αναιρούν τον δημιουργικό και αυτόνομο ρόλο της Αυτοδιοίκησης.

Η μεταφορά αρμοδιοτήτων στους δήμους και στις περιφέρειες φαίνεται να συνδέεται με τη λεγόμενη «λειτουργική και οικονομική αυτοδυναμία», δηλαδή τον κατακερματισμό, το δραστικό περιορισμό των επιδοτήσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό και την παραπέρα εμπορευματοποίησή τους, τη διαχείριση – και όχι τη λύση – λαϊκών προβλημάτων. Ήδη κυκλοφορούν τέτοιες προτάσεις, όπως ΕΝΦΙΑ.

Το διακύβευμα λοιπόν είναι κρίσιμο και εξαιρετικά επίκαιρο. Πώς απαντάει η Κυβέρνηση. Με τον Κλεισθένη. Πρόκειται για μία παρέμβαση πολύ πίσω από τις ανάγκες της κοινωνίας και της αυτοδιοίκησης που δεν αποτολμά τη θεσμική επίλυση ζητημάτων που έχουν ωριμάσει στη συλλογική και δημόσια συζήτηση. Αυτή η ατολμία είναι ορατή ακόμα και στη μοναδική μεταρρύθμιση που επιχειρεί να εισάγει το σχέδιο νόμου με μία νοθευμένη απλή αναλογική δύο γύρων. Θα λέγαμε ότι «Ωδινεν όρος και έτεκεν μυν..». «Ωδινεν όρος» για μια διαβούλευση και ταλαιπωρία όλων των φορέων για δύο χρόνια και «έτεκεν μυν» για το εξαιρετικά πενιχρό αποτέλεσμα.

Ο νέος νόμος για την αυτοδιοίκηση δεν λύνει κανένα από τα ουσιαστικά προβλήματα που κληροδότησε ο Καλλικράτης στην Αυτοδιοίκηση. Παρουσιάζεται άτολμος να αντιμετωπίσει τα καθημερινά προβλήματα της Αυτοδιοίκησης. Συγκεκριμένα:

  1. Όχι μόνον δεν βελτιώνει τον Καλλικράτη, αλλά τον αντιγράφει και τον δικαιώνει ως μοναδική μεταρρύθμιση στην Αυτοδιοίκηση. Τον Καλλικράτη που επιχειρεί να χρησιμοποιήσει την Αυτοδιοίκηση ως ιμάντα μεταφοράς των αντιλαϊκών εκείνων πολιτικών που παράγονται στο εργαστήρι των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών πολιτικών.
  2. Δεν προχωρεί στην κατάργηση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης και τη μεταφορά των αρμοδιοτήτων της στην Αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας.  Η θεσμοθέτηση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης παράλληλα με την Αιρετή Περιφέρεια, καταδεικνύει την δυσπιστία του κράτους στην Αυτοδιοίκηση, η οποία επιτείνεται με τις προβλέψεις που αφορούν τον «Επόπτη ΟΤΑ».
  3. Δεν αναφέρεται καν στην δέσμευση για την κατάργηση του Παρατηρητηρίου Οικονομικής Αυτοτέλειας, του οποίου η δομή και οι αρμοδιότητες έχουν μονόπλευρη και παρεμβατική λειτουργία και στοχεύουν στην επιτροπεία των Περιφερειών.
  4. Δεν αντιμετωπίζει τις πιεστικές ανάγκες του χωροταξικού, παρά τα απεγνωσμένα και δίκαια αιτήματα, όπως αυτό της Μυτιλήνης.
  5. Δεν γίνεται καν αναφορά σε αποκέντρωση αρμοδιοτήτων και ενίσχυση των Περιφερειών με πόρους και προσωπικό, που τόσο έχουν ανάγκη προκειμένου να εξυπηρετούν αποτελεσματικά τον πολίτη.
  6. Δεν επιλύονται τα γραφειοκρατικά προβλήματα των Περιφερειών και τα ζητήματα αρμοδιότητας, παρά τις συγκεκριμένες προτάσεις που κατατέθηκαν.
  7. Δεν αναφέρεται διόλου στο μέγα ζήτημα της Αυτοδιοίκησης που αφορά σε αρμοδιότητες και πόρους. Να διασφαλίζεται, δηλαδή, η εφαρμογή του Συντάγματος ώστε για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Αυτοδιοίκηση να πρέπει να προηγείται η μεταφορά των απαιτούμενων χρηματοδοτικών πόρων.
  8. Δεν προωθεί την περιφερειακή συνείδηση με συγκεκριμένα μέτρα, ούτε την ενδοπεριφερειακή αποκέντρωση. Αντίθετα την αποδυναμώνει με την ουσιαστική κατάργηση των αντιπεριφερειαρχών, καθώς και αυτοί ορίζονται από τον Περιφερειάρχη και τίθενται στο μεγάλο τραπέζι της συναλλαγής.
  9. Δεν υπάρχουν ρυθμίσεις για την οικονομική αυτοτέλεια και αποτελεσματική λειτουργία των περιφερειών.
  10. Αγνοεί πλήρως τις νέες και σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες που έχουν προκύψει (ανθρωπιστική κρίση, προσφυγικό κ.α.) αλλά και τα σύγχρονα αναπτυξιακά εργαλεία (τεχνολογίες πληροφορικής κι επικοινωνιών) διατηρώντας τα κενά αρμοδιοτήτων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε όλα τα προηγούμενα.

   Είναι επομένως σαφές ότι, το μόνο θετικό που εισάγει η περίφημη αυτή μεταρρύθμιση είναι το έστω κολοβό αναλογικό σύστημα στις εκλογές της Αυτοδιοίκησης. Κολοβό γιατί με τις εκλογές σε δυο γύρους  δεν θέτει σε κίνδυνο το σημερινό μοντέλο του Δημαρχοκεντρισμού και του περιφερειαρχοκεντρισμού. Ωστόσο είναι σαφώς καλύτερο από το σημερινό εξόφθαλμα πλειοψηφικό ως προς τα αποτελέσματά του  εκλογικό σύστημα που οδηγεί σε προφανή αλλοίωση της βούλησης του εκλογικού σώματος και των σχέσεων εκπροσώπησης, με τις πολιτικές, αλλά και συνταγματικές προεκτάσεις που έχει το γεγονός αυτό.

Είναι προφανές, λοιπόν, ότι ο  χώρος της Αυτοδιοίκησης, είναι ο πειραματικός χώρος που φαίνεται να συμπυκνώνεται το σύνολο των νεοφιλελεύθερων  πολιτικών σε όλα τα πεδία: Εργασιακές σχέσεις, υπονόμευση και αποσάθρωση των κοινωνικών του δομών, γενικευμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, πλειστηριασμούς, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιας περιουσίας, λιμάνια, αεροδρόμια, φτώχεια, ανεργία, ελαστικές σχέσεις εργασίας, περιορισμός των δημοσίων πόρων και πάει λέγοντας και επειδή παρόμοιοι αποπροσανατολισμοί και αυτοματισμοί είναι επικίνδυνοι, επιβάλλεται ψυχραιμία και υψηλό αίσθημα ευθύνης.

Την κατηφόρα  αυτή  δεν πρέπει να διευκολύνουμε με πράξεις, παραλείψεις, αστοχίες και ωχαδελφισμό και πολύ περισσότερο με αναχωρητισμούς. Να συνεχίσουμε τον αγώνα μας για την Αυτοδιοίκηση. Η υπέρβαση των όρων υπό τους οποίους διεξάγεται αυτή τη στιγμή ο πολιτικός αγώνας προϋποθέτει την εμπλοκή της κοινωνικής βάσης,  την κινητοποίηση των τοπικών, ενδογενών πόρων της και, κυρίως, την ενδυνάμωση και ενότητα των δυο βαθμών.

Το διακύβευμα, επομένως, είναι κρίσιμο και εξαιρετικά επίκαιρο: η Αυτοδιοίκηση θα λειτουργήσει ως ένας πυλώνας λαϊκής εξουσίας και συμμετοχής των πολιτών ή θα παραμείνει ένας γραφειοκρατικός, αποστεωμένος θεσμός παραγωγής παραγόντων και παραγοντίσκων προθύμων να υπηρετήσουν τις κεντρικές πολιτικές που θα τους υπαγορευτούν;

Η υποτίμηση του θεσμού της Αυτοδιοίκησης που υπάρχει όχι αδικαιολόγητα, εξαιτίας των φαινομένων αναπαράστασης των πολιτικών και της πολιτικής με την κεντρική σκηνή, θα έχει ως φυσικό αποτέλεσμα το τέλος ενός δυνάμει λαϊκού θεσμού. Και αυτό ακριβώς επιδιώκεται.

Ο αγώνας είναι διμέτωπος, στα κινήματα, στη συγκρότηση μετώπων αντίστασης, αλλά  και στην  επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων για το μέλλον της χώρας και της Αυτοδιοίκησης. Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η δομική μας αντίθεση με την πλειοψηφία.

Δυστυχώς, πίσω από τις ανάγκες της κοινωνίας και της Αυτοδιοίκησης εμφανίζονται και οι ηγεσίες των συλλογικών της οργάνων (ΚΕΔΕ – ΕΝΠΕ), όπου αρνούνται πεισματικά να συνεισφέρουν στη δημόσια συζήτηση με ουσιαστικές και πολιτικές προτάσεις για έναν νέο αυτοδιοικητικό νόμο-πλαίσιο. Αμφότερες έχουν επιδοθεί σε μία κεντρικοπολιτικού και μικροκομματικού ή μικροπαραταξιακού χαρακτήρα αντιπαράθεση γύρω από το εκλογικό σύστημα και δεν αρθρώνουν ούτε λέξη για όλα τα υπόλοιπα μείζονα ζητήματα της Αυτοδιοίκησης που το Σχέδιο Νόμου αφήνει στο περιθώριο.

Ταυτόχρονα αναλώνονται σε άχρωμες, δουλικές και αναποτελεσματικές συνευρέσεις με τους πατρώνες σε ελληνογερμανικές συνευρέσεις.   Τα μνημόνια και η τρόικα δεν έφεραν μαζί της μόνο φτώχεια και ανυποληψία στην Ελλάδα…. έφεραν και άλλα δεινά.  Έφεραν και διάφορους τοποτηρητές, οι οποίοι βομβαρδίζουν με νουθεσίες τους ιθαγενείς με στόχο να τους κάνουν βαθμιαία «σωστούς» Ευρωπαίους. Και δουλεύουν πυρετωδώς και με ταχύτατες διαδικασίες. Αυτά τα δύσμοιρα χρόνια οι ελληνογερμανικές συνελεύσεις δίνουν και παίρνουν. Και συνεχίζονται…  Επιστρατεύθηκαν και έδρασαν οι δυνάμεις καταστολής για να προστατεύσουν τον Φούχτελο και τους συνακόλουθους του. Οι φωνές αυτές διαμαρτυρίας κατήγγειλαν την προφανή λεηλασία του  πλούτου και των παραγωγικών δυνατοτήτων των ελληνικών δήμων ή τουλάχιστον  τη χρησιμοποίησή τους για όφελος της Γερμανίας, την εξαγωγή στην Ελλάδα αμφιλεγόμενης  τεχνολογίας  που θέλουν να πουλήσουν οι Γερμανοί, την απορρόφηση του ελληνικού εργατικού δυναμικού για να μειωθούν οι μισθοί στη Γερμανία,  στερώντας τη χώρα μας από τη νεολαία της, την εισαγωγή νέων μεθόδων εκπαίδευσης επικεντρωμένης αποκλειστικά στις πρακτικές γνώσεις από την οποία να λείπει εντελώς η παιδεία και διάφορα παρόμοια. 

   Ο σχεδιασμός αυτός βασίζεται σε δύο άξονες: σε μία πολιτική από τα «χαμηλά» δηλαδή σε συνεργασίες μεταξύ ΟΤΑ-εμπειρογνωμόνων-επιχειρηματιών και «κοινωνίας πολιτών»!!!, στον οποίο εντάσσεται και η Ελληνογερμανική Συνέλευση και σε μία πολιτική σε ανώτερο επίπεδο μεταξύ Υπουργείου Εσωτερικών-ΕΝΠΕ-ΚΕΔΕ από ελληνικής πλευράς και του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομικών και Τεχνολογίας της Γερμανίας με τη συμμετοχή της TASK FORCE.  Είναι προφανές ότι   η « Ελληνογερμανική  Συνέλευση»  όπως το «Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον» και το «Ελληνογερμανικό Ιδρυμα Νεολαίας» δεν διαπνέονται από τις αρχές της ισότιμης φιλίας και συνεργασίας. Είναι τρεις θεσμοί   οποίοι  προέρχονται από το «Σύμφωνο Ελληνογερμανικής Συνεργασίας», μια συμφωνία “νεοαποικιακού τύπου”, χωρίς θεσμικό προηγούμενο.  Στόχος του «Συμφώνου της  Ελληνογερμανικής Συνεργασίας», όπως διαφάνηκε, είναι να αποδυναμωθεί η ιστορική  μνήμη του ελληνικού λαού και να  εξουδετερώσουν  τη    διεκδίκηση  των οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα. 

Στην κατεύθυνση αυτή η πρόταση μας απαιτεί να υπάρξει μια εκ βάθρων ανασυγκρότηση της αυτοδιοίκησης,  πράγμα που βέβαια σημαίνει την πλήρη ανατροπή του καθεστώτος που εγκαθίδρυσε το σχέδιο «Καλλικράτης». Και σε αυτό επιμένουμε και δεν δεχόμαστε τροποποιήσεις, τύπου Κλεισθένη,  που δεν αλλάζουν την γενική κατεύθυνση. Δεν παλεύουμε για τον εξωραϊσμό της βάρβαρης αυτής πολιτικής, αλλά για την πλήρη ανατροπή της.

Στην κατεύθυνση αυτή κινείται και η δομική μας αντίθεση με την πλειοψηφία της ΕΝΠΕ. Θεωρούμε σε αντίθεση με την πλειοψηφία ότι το πρόγραμμα “Καποδίστριας” και στη συνέχεια το πρόγραμμα “Καλλικράτης” αναδιάταξαν τις σχέσεις κεντρικού και τοπικού κράτους αναδιαρθρώνοντας εκ βάθρων την “τοπολογία” των αντιπροσωπευτικών δομών και εξασθένισαν την πεμπτουσία της αυτοδιοίκησης, που βασίζεται στη συμμετοχή.

Το διακύβευμα, επομένως, είναι κρίσιμο και εξαιρετικά επίκαιρο: η Αυτοδιοίκηση θα λειτουργήσει ως ένας πυλώνας λαϊκής εξουσίας και συμμετοχής των πολιτών ή θα παραμείνει ένας γραφειοκρατικός, αποστεωμένος θεσμός παραγωγής παραγόντων και παραγοντίσκων προθύμων να υπηρετήσουν τις κεντρικές πολιτικές που θα τους υπαγορευτούν; Η υποτίμηση του θεσμού της Αυτοδιοίκησης που υπάρχει όχι αδικαιολόγητα, εξαιτίας των φαινομένων αναπαράστασης των πολιτικών και της πολιτικής με την κεντρική σκηνή, θα έχει ως φυσικό αποτέλεσμα το τέλος ενός δυνάμει λαϊκού θεσμού. Και αυτό ακριβώς επιδιώκεται. Ο αγώνας είναι διμέτωπος, στα κινήματα, στη συγκρότηση μετώπων αντίστασης, αλλά  και στην  επεξεργασία εναλλακτικών προτάσεων για το μέλλον της χώρας και της Αυτοδιοίκησης.