«Φίλοι εκπρόσωποι της παραγωγής και της εργασίας,
Ad - Διαφήμιση
Επιτρέψτε μου να κάνω μία πολύ σύντομη εισαγωγή και στη συνέχεια θα ακούσουμε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις απόψεις σας και τις σκέψεις σας για να κάνουμε μια -πιστεύω- ουσιαστική συζήτηση. Βρισκόμαστε και πάλι σε μία συγκυρία που θεωρώ ότι είναι δύσκολη, ενδεχομένως δυσκολότερη από ό,τι κάποιοι περίμεναν πριν από κάποιους μήνες. Στις 20 Αυγούστου έληξε και τυπικά το 3ο Πρόγραμμα Χρηματοδότησης. Όμως η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι σήμερα η Ελλάδα είναι εκτός αγορών. Δεν μπορεί να δανειστεί από τις αγορές, με το επιτόκιο του 10ετούς να έχει σκαρφαλώσει -από ό,τι είδα λίγο πριν κατέβω να σας συναντήσω- πάνω από το 4,6%. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η Ελλάδα δεν έχει πια πρόσβαση σε φθηνή ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, αλλά έχει μείνει με βαριές δεσμεύσεις, πολύ βαριές δεσμεύσεις, μέχρι το 2022, υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5%, κι ένα αυστηρό πλαίσιο λιτότητας τουλάχιστον μέχρι το 2060, αυτό το οποίο εμείς αποκαλούμε ένα άτυπο 4ο Μνημόνιο.
Η πραγματικότητα είναι ότι το 3ο Πρόγραμμα απέτυχε οικτρά. Ο σκοπός του 3ου Προγράμματος ήταν πάντα να αποκαταστήσει τη δυνατότητα της χώρας να δανείζεται κανονικά από τις αγορές. Πράγμα το οποίο έκαναν όλες οι άλλες χώρες, οι οποίες βγήκαν από Προγράμματα. Η Ελλάδα βγήκε από το 3ο Πρόγραμμα, βαριά τραυματισμένη και χωρίς σήμερα να έχει πρόσβαση στις αγορές. Και αυτή είναι η σκληρή αλήθεια, μπροστά στην οποία καταρρέει καθημερινά ο μύθος για το δήθεν τέλος των Μνημονίων και την τάχα αυτοδύναμη έξοδο στις αγορές.
Ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έδωσε σήμερα μία συνέντευξη. Είπε κάτι το οποίο αρκετοί από εμάς έχουμε ξαναπεί το τελευταίο διάστημα. Ότι η επιτήρηση των αγορών θα είναι πολύ πιο αυστηρή από την επιτήρηση της Τρόικας.
Σήμερα η Ελλάδα έχει πρόβλημα αξιοπιστίας. Αλλά το προσωπικό πρόβλημα αξιοπιστίας του κ. Τσίπρα δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να γίνει πρόβλημα αξιοπιστίας για τη χώρα. Και γι’ αυτό είμαστε εδώ και πολύ καιρό στη θέση να επιμένουμε για την ανάγκη μιας μεγάλης πολιτικής αλλαγής, την οποία θεωρούμε ως απαραίτητο πολιτικό καταλύτη θετικών εξελίξεων για την οικονομία.
Το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας για την οικονομία, για τους εργαζόμενους, για τον κόσμο των επιχειρήσεων, για τον κόσμο της εργασίας, σας είναι εν πολλοίς γνωστό. Το έχω παρουσιάσει αναλυτικά και στις προηγούμενες δύο Εκθέσεις της Θεσσαλονίκης. Είναι ένα πρόγραμμα το οποίο έχει στο επίκεντρό του την ανάγκη για μία επενδυτική επανάσταση στη χώρα. Μια επενδυτική επανάσταση η οποία θα δημιουργήσει πολλές καλές νέες δουλειές. Θα βελτιώσει τα εισοδήματα των εργαζομένων και θα έχει ως τελικό στόχο να πετύχει η χώρα ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4% αντί του 1,5 με 2% που φαίνεται να πετυχαίνει σήμερα. Αυτή η διαφορά μεταξύ του 1,5 και 2% με το 4% είναι στην κυριολεξία η διαφορά μεταξύ της επιτυχίας και της αποτυχίας για τη χώρα. Είναι η διαφορά μεταξύ του να παραμείνουμε εγκλωβισμένοι σε ένα κύκλο ύφεσης και καχεξίας, αποκλίνοντας από την υπόλοιπη Ευρώπη και μεταξύ του να μπορούμε να πετύχουμε ένα μεγάλο αναπτυξιακό άλμα σύγκλισης, το οποίο θα δώσει και την αίσθηση αλλά και τη βεβαιότητα στους συμπολίτες μας ότι κάτι πραγματικά μπορεί να αλλάξει στη χώρα κι ότι δεν είμαστε καταδικασμένοι μετά από 8 χρόνια κρίσης να ζούμε μονίμως σε αυτή την εξαιρετικά ζοφερή κατάσταση.
Είχα την ευκαιρία χθες, σε μία συνέντευξη την οποία έδωσα, να μιλήσω λίγο πιο αναλυτικά για το πρόβλημα του ασφαλιστικού συστήματος. Και να τονίσω την ανάγκη να προχωρήσουμε σε μία τολμηρή μείωση εισφορών από το 20% στο 15% για τις εισφορές για την κύρια σύνταξη, η οποία πιστεύουμε ότι μπορεί να ολοκληρωθεί εντός μιας τετραετίας -αν μας το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες μπορούμε να το πετύχουμε ακόμα γρηγορότερα. Γνωρίζω ότι είναι κάτι το οποίο σας απασχολεί ιδιαίτερα και είναι κάτι το οποίο θα ήθελα να συζητήσουμε στη συνέχεια, καθώς όλοι σήμερα γνωρίζουμε ότι το ασφαλιστικό σύστημα μετά την αντιμεταρρύθμιση Κατρούγκαλου είναι ένα σύστημα το οποίο δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα των συντάξεων. Είναι ένα σύστημα το οποίο δεν δίνει επαρκή κίνητρα στην εργασία, δεν δίνει επαρκή κίνητρα στην ασφάλιση.
Μαζί με τις προτάσεις μας για μείωση των εισφορών, εισηγούμαστε και την ανάγκη ο δεύτερος πυλώνας, το κομμάτι της επικουρικής σύνταξης να πάρει τον χαρακτήρα ενός προσωπικού – ατομικού κουμπαρά για όλους τους νέους ασφαλισμένους. Αυτό σημαίνει ότι οι υποχρεωτικές εισφορές της τάξης του 7% θα είναι εισφορές οι οποίες θα κατατίθενται σε έναν προσωπικό αποταμιευτικό λογαριασμό τον οποίο θα μπορεί να βλέπει ο νέος ασφαλισμένος και θα γνωρίζει ότι έχει τον έλεγχο αυτού του λογαριασμού και ότι τα χρήματα αυτά είναι δικά του. Διότι σήμερα, εάν μιλήσετε σε νέους ανθρώπους, θα σας πούνε όλοι ότι έχουν την απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν θα πάρουν καμία απολύτως σύνταξη.
Τρέξαμε μια ενδιαφέρουσα αριθμητική άσκηση με τους συνεργάτες μου. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε έναν εργαζόμενο ο οποίος ξεκινάει τώρα στην αγορά εργασίας με 800 ευρώ και ας υποθέσουμε ότι θα δουλέψει 40 χρόνια. Ας υποθέσουμε ότι θα έχει την ετήσια αύξηση απολαβών της τάξης του 3% για να καταλήξει τελικά με έναν μισθό λίγο πριν βγει στη σύνταξη λίγο παραπάνω από 2.000 ευρώ. Αυτή η δυνατότητα υποχρεωτικής συνεισφοράς σε ένα κεφαλοποιητικό σύστημα του δίνει τη στιγμή που θα βγει στη σύνταξη έναν αποταμιευτικό κουμπαρά που θα φτάνει τα 125.000 ευρώ. Αν κάνετε την αναγωγή σε τι αντιστοιχεί αυτό σε μια ετήσια σύνταξη, θα διαπιστώσετε ότι είναι ένα πολύ σημαντικό ποσό. Ενθαρρύνουμε με αυτόν τον τρόπο την ιδιωτική αποταμίευση, την υποχρεωτική αποταμίευση μέσα από ένα σύστημα το οποίο θα ελέγχεται και θα εποπτεύεται αυστηρά από το κράτος, αλλά δίνουμε επιτέλους την δυνατότητα στους νέους ανθρώπους να μπορούν να αισθάνονται ότι οι εισφορές τους πιάνουν τόπο και κατευθύνονται σε έναν κουμπαρά τον οποίο κάποια στιγμή στο μέλλον οι ίδιοι θα μπορούν να αξιοποιήσουν. Με ενδιαφέρει πολύ στη συνέχεια να συζητήσω και να ακούσω τις δικές σας σκέψεις γύρω από την αναγκαία -κατά την άποψη μας- μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος.
Κλείνω αυτή τη σύντομη εισαγωγή μου με μια δημόσια έκκληση και προς εσάς αλλά και προς την Κυβέρνηση. Είναι πάρα πολύ εύκολο καθώς πλησιάζουμε σε μια προεκλογική χρονιά, να μπούμε στον κύκλο και στον πειρασμό των εύκολων παροχών. Η Θεσσαλονίκη, εξάλλου, προσφέρεται για τέτοιου είδους πρακτικές -ο κ. Τσίπρας το γνωρίζει πάρα πολύ καλά αυτό. Μια ακατάσχετη παροχολογία σήμερα, με την Ελλάδα να βρίσκεται στην κατάσταση που σας περιέγραψα στην εισαγωγή, θα είναι άκρως επικίνδυνη για τη χώρα. Θα αποσταθεροποιήσει ακόμη περισσότερο τις αγορές κεφαλαίου, θα αυξήσει το κόστος δανεισμού για την ελληνική δημοκρατία, κατά συνέπεια θα αυξήσει και το κόστος δανεισμού για όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις. Δεν πρόκειται να ακολουθήσουμε τον κ. Τσίπρα σε μια τέτοια πρακτική. Αυτά τα οποία θα πούμε θα είναι λίγα, θα είναι συγκεκριμένα, θα είναι κοστολογημένα και θα είναι πράγματα τα οποία γίνονται. Σκοπός μας είναι να δώσουμε ελπίδα, αλλά ρεαλιστική ελπίδα. Η χώρα πραγματικά μπορεί να ξεφύγει από αυτόν τον φαύλο κύκλο μέσα από μια επανάσταση σημαντικών διαφορετικών μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν θα ξεφύγει εάν αναπαράγουμε τα ψέματα και τους λαϊκισμούς του παρελθόντος. Θεωρώ ότι έχουμε όλοι μας -και εσείς ως κοινωνικοί εταίροι- την ευθύνη να σταθούμε σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία με υπευθυνότητα, μακριά από μαξιμαλιστικές διεκδικήσεις. Και με πνεύμα συνεργασίας και κατανόησης, όπως γνωρίζω ότι υπάρχει ανάμεσα σας, να καταλήξουμε σε πολιτικές οι οποίες είναι χρήσιμες για τον κόσμο της εργασίας και τον κόσμο των επιχειρήσεων, εφαρμόσιμες και ρεαλιστικές.
Σας ευχαριστώ και πάλι για τη παρουσία σας».